- κατανυκτικό
- κατανυκτικό τοтропарь, в котором испрашивается прощение у Господа и высказывается боль за человеческие грехи
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
ακροστιχίδα — Λέξη ή φράση ή αλφαβητική σειρά γραμμάτων που σχηματίζεται από τα αρχικά γράμματα των στίχων ή των στροφών ενός ποιήματος. Λέγεται και ακροστίχιοπαραστιχίδα. Το αντίθετο είναι το τελέστιχο όπου συμβαίνει το ίδιο αλλά με τα τελικά γράμματα των… … Dictionary of Greek
κατανυκτικός — ή, ό (AM κατανυκτικός, ή, όν) [κατανύσσω] 1. αυτός που επιφέρει κατάνυξη («κατανυκτική προσευχή») 2. αυτός που γίνεται με κατάνυξη (α. «κατανυκτικές δεήσεις» β. «κατανυκτική ησυχία») νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το κατανυκτικό(ν) είδος εκκλησιαστικού… … Dictionary of Greek
Βανλό ή Βαν-Λόο — (Vanloo ή Van Loo). Επώνυμο οικογένειας Γάλλων ζωγράφων φλαμανδικής καταγωγής. 1. Αμεντέ (Amendι, Τορίνο 1719 – Παρίσι 1796). Ήταν μαθητής του ζωγράφου πατέρα του Ζαν Μπατίστ. Το 1474 έγινε μέλος της βασιλικής Ακαδημίας και έζησε στην αυλή του… … Dictionary of Greek